γοργώψ

γοργώψ
γοργ-ώψ, ῶπος, , , = foreg., E.El.1257, Or.261:—fem. [suff] γοργ-ῶπις, ιδος, of Athena, S.Aj.450, Fr.844.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γοργώψ — ( ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α) 1. ο γοργωπός 2. θηλ. γοργῶπις, η επίθετο τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωψ, ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)] …   Dictionary of Greek

  • γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …   Dictionary of Greek

  • garǝĝ - —     garǝĝ     English meaning: grim, grievous     Deutsche Übersetzung: “grauenvoll; Grauen”     Material: Arm. karcr “hard”, karcem “I dread, believe”; Gk. γοργός “ grim, fierce, terrible , wild”, Γοργώ “bugbear, spectre, bogeyman”, γοργου̃σθαι …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”